ἐπήκουσα

ἐπήκουσα
ἐφήκω
to have arrived
pres part act fem nom/voc sg (ionic)
ἐπακούω
hear
aor ind act 1st sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τρισύλλαβος — η, ο / τρισύλλαβος, ον, ΝΜΑ αυτός που αποτελείται από τρεις συλλαβές (α. «τρισύλλαβη λέξη» β. «ἐπήκουσα τῆς ἐπῳδῆς, ἦν δὲ τρισύλλαβος», Λουκ.). επίρρ... τρισυλλάβως Α με τρεις συλλαβές, σε τρεις συλλαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σύλλαβος (<… …   Dictionary of Greek

  • όποι — ὅποι και ιων. τ. ὅκοι και δωρ. τ. ὅπυι, ὅπυς (Α) επίρρ. 1. (σε πλάγ. ερώτ.) α) προς ποιο μέρος, πού («ἀμηχανεῑν ὅποι τράποιντο», Αισχύλ.) β) ώς ποιο σημείο, μέχρι πού («ἐπήκουσα... μέχρι ὅποι...», Πλάτ.) γ) (με ρ. στάσεως) σε ποιο μέρος, πού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”